βιτσίζω

βιτσίζω
[βίτσα]
χτυπάω με βίτσα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βιτσίζω — ισα, χτυπώ με βίτσα: Βίτσιξε τον αέρα δυνατά για να δοκιμάσει την ευλυγισία της βίτσας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βίτσισμα — το [βιτσίζω] 1. η βιτσιά 2. το άλμα («στο βίτσισμά πιανε πουλιά») …   Dictionary of Greek

  • μαστίζω — (AM μαστίζω, Α δωρ. τ. μαστίσδω) 1. χτυπώ με μαστίγιο, μαστιγώνω, ραβδίζω, βιτσίζω, βουρδουλίζω, καμτσικίζω 2. μτφ. βασανίζω, πλήττω, χτυπώ νεοελλ. κατατρύχω, λυμαίνομαι, ερημώνω, καταστρέφω, αφανίζω, ρημάζω («οι επιδημίες μάστιζαν άλλοτε την… …   Dictionary of Greek

  • μαστιγώνω — (AM μαστιγῶ, όω, Μ και μαστιγώνω) [μάστιξ] 1. χτυπώ με μαστίγιο, βουρδουλίζω, καμ(ου)τσικίζω, βιτσίζω 2. μτφ. τυραννώ, βασανίζω, μαστίζω νεοελλ. δέρνω 2. μτφ. ασκώ αυστηρό δημόσιο έλεγχο, επιπλήττω με δριμύτητα κάποιον, επιτιμώ αυστηρά («η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”